dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ράβω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ραφή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ράψιμο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
γαζώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βελονιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
φτάνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nahen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ραπτική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Nähen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)