dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναγκαιότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Notwendigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ανάγκη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Notwendigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Notwendigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
οι
χρειώδες
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Notwendigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…