dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναδιαμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuregelung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μεταρρύθμιση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuregelung
Ⓦ
Ⓖ
…