dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
αναδιοργάνωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neugestaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αναμόρφωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neugestaltung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ανασχηματισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neugestaltung
Ⓦ
Ⓖ
…