dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
συσκευή νυχτερινής όρασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nachtsichtgerät
Ⓦ
Ⓖ
…