dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
επίκεντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mittelpunkt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
κέντρο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mittelpunkt
Ⓦ
Ⓖ
…