dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ελάχιστη απαίτηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mindestanforderung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ελάχιστη προϋπόθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mindestanforderung
Ⓦ
Ⓖ
…