dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ενοικιαζόμενο αυτοκίνητο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mietwagen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μισθωμένο όχημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mietwagen
Ⓦ
Ⓖ
…