dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πλοηγός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lotse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πιλότος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lotse
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
ο
αεροελεγκτής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fluglotse
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ελεγκτής εναερίου κυκλοφορίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Fluglotse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
πλοηγώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lotsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
πιλοτάρω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
lotsen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πλοήγηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Lotsen
Ⓦ
Ⓖ
…