dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
δικαιούχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lizenznehmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
μερικός δικαιούχος εκμετάλλευσης μιας εφεύρεσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lizenznehmer
Ⓦ
Ⓖ
…