dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
όριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Limit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ρήμα
περιορίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
limitieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
περιορισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
limitiert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
όριο τιμής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Preislimit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρονικός περιορισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zeitlimit
Ⓦ
Ⓖ
…