dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σορός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Leichnam
Ⓦ
Ⓖ
…
πτώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Leichnam
Ⓦ
Ⓖ
…