dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
πηλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lehm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
λάσπη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lehm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
άργιλος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Lehm
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)