dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
χρωστική ουσία τροφίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Lebensmittelfarbstoff
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)