dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διάρκεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
προθεσμία εξόφλησης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
χρονική διάρκεια ισχύος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αυτονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διάρκεια ισχύος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διορία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Laufzeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)