dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κοσμικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laie
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ερασιτέχνης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
λαϊκός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Laie
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Επίθετο
ερασιτεχνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laien-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ερασιτεχνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
laienhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ορκωτός δικαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laienrichter
Ⓦ
Ⓖ
…
λαϊκός δικαστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Laienrichter
Ⓦ
Ⓖ
…