dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σταύρωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kreuzigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σταύρωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kreuzigung
Ⓦ
Ⓖ
…