dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διόρθωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korrektur
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
διόρθωμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Korrektur
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)