dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
φελλός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Korken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
τάπα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Korken
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
Ρήμα
ξεβουλώνω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entkorken
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
εκπωματίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entkorken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
βγάζω το φελλό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entkorken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τιρμπουσόν
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Korkenzieher
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
μεταλλικό καπάκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kronkorken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
φελλός σαμπάνιας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sektkorken
Ⓦ
Ⓖ
…