dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
κοραλλένιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Koralle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοράλλι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Koralle
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)