dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δωσίλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollaborateur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συνεργάτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollaborateur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συνεργός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollaborateur
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
δοσίλογος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kollaborateur
Ⓦ
Ⓖ
…