dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
καπιταλιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kapitalist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κεφαλαιοκράτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kapitalist
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)