dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
κοσμηματοπώλης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Juwelier
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
χρυσοχόος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Juwelier
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
χρυσικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Juwelier
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Ουσιαστικό
το
χρυσοχοείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Juweliergeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κοσμηματοπωλείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Juweliergeschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
τα
διαμαντικά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Juwelierwaren
Ⓦ
Ⓖ
…