dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
μονωτήρας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Isolator
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μονωτικό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Isolator
Ⓦ
Ⓖ
…