dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
εσωτερικός καθρέφτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Innenspiegel
Ⓦ
Ⓖ
…