dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εξουσία πρωτοβουλίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Initiativrecht
Ⓦ
Ⓖ
…
δικαίωμα πρωτοβουλίας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Initiativrecht
Ⓦ
Ⓖ
…