dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Όμηρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Homer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
Επίθετο
ομηρικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
homerisch
Ⓦ
Ⓖ
…