dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τερηδόνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Holzwurm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σαράκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Holzwurm
Ⓦ
Ⓖ
…