dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναλαμπή ελπίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hoffnungsschimmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αμυδρή ελπίδα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hoffnungsschimmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αχτίδα ελπίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hoffnungsschimmer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ίχνος ελπίδας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hoffnungsschimmer
Ⓦ
Ⓖ
…