dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
καθαρεύουσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hochsprache
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
λόγια γλώσσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hochsprache
Ⓦ
Ⓖ
…