dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
θερμοπληξία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hitzschlag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ηλίαση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hitzschlag
Ⓦ
Ⓖ
…