dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
έμπορος ανδρικών ενδυμάτων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Herrenausstatterin
Ⓦ
Ⓖ
…