dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οικιακή οικονομία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hauswirtschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)