dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
κατ' οίκον βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οικιακή βοήθεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οικιακή βοηθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οικιακός βοηθός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παραδουλεύτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Haushaltshilfe
Ⓦ
Ⓖ
…