dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
εμμονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
ανθεκτικότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ισχυρογνωμοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
μεταίσθημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
διατήρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
επιμονή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Hartnäckigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…