dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παρτούζα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gruppensex
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
ομαδικό σεξ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gruppensex
Ⓦ
Ⓖ
…