dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
οι
φακοί μεταβλητής εστίασης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gleitsichtbrille
Ⓦ
Ⓖ
…