dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
κατάστημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
επιχείρηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
μαγαζί
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
δοσοληψία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
(εμπορικό) κατάστημα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δουλειά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δουλειές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κερδοσκοπική δραστηριότητα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κλάδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
επάγγελμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)