dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ψυχική διάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemütszustand
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
διάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemütszustand
Ⓦ
Ⓖ
…