dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
δημογέροντας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemeindevorsteher
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
κοινοτάρχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Gemeindevorsteher
Ⓦ
Ⓖ
…