dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
νόμισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geldstück
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
κέρμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Geldstück
Ⓦ
Ⓖ
…