dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
οικον.
μηχάνημα μετρητών ΑΤΜ
ακλ.
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geldautomaten
etw.
Ⓦ
Ⓖ
…