dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αντίδοτο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gegenmittel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
αντιφάρμακο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gegenmittel
Ⓦ
Ⓖ
…