dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
αντάλλαγμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ανταπόδοση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
αντιπαροχή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gegenleistung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)