dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
επένδυση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fütterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σιτισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fütterung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
φοδράρισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fütterung
Ⓦ
Ⓖ
…