dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
διακινδύνευση τρίτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Fremdgefährdung
Ⓦ
Ⓖ
…