dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
εθελοντής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Freiwillige
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
εθελόντρια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Freiwillige
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)