dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
προχωρώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fortschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…
πρόοδος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Fortschreiten
Ⓦ
Ⓖ
…