dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
έρευνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Forschung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
μελέτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Forschung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
αναδίφηση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Forschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
δουλεία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Forschung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)