dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πυροσβεστική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
οι
πυροσβεστικές δυνάμεις
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
πυροσβεστικό σώμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Feuerwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
πυροσβεστική υπηρεσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Feuerwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
πυροσβεστικό σόμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Feuerwehr
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)